Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

Ο θεσμός της ιεροσύνης στην Παλαιά Διαθήκη

Καθηγητή Μιλτιάδη Κωνσταντίνου, Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ.

Εισήγηση στο Ζ΄ Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων:
" Το μυστήριον της Ιερωσύνης" , Νέο Προκόπιο Ευβοίας: Ι. Προσκύνημα Αγ. Ιωάννου του Ρώσσου: Δε. 19 - Πε. 22.9.2005


Στο πρώτο κεφάλαιο της κλασικής μελέτης του με τίτλο Ἀρχαὶ καὶ Χαρακτὴρ τῆς Χριστιανικῆς Λατρείας ο καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας δικαιολογεί ως εξής την εκτεταμένη αναφορά του στην ιουδαϊκή λατρεία: «Ἑπόμενον δὲ ἦτο, ἐφ’ ὅσον ἄλλως τε μεμαρτυρημένως συμμετεῖχον οἵ τε ἀπόστολοι καὶ οἱ ἐν Ἱεροσολύμοις χριστιανοὶ τῆς ἐν τῷ Ναῷ λατρείας, ἡ λατρεία τοῦ Ἰσραὴλ ν’ἀποβῇ κύριος παράγων ἐπιδράσεως ἐπὶ τῆς νέας λατρείας καὶ νὰ καταστῇ μήτρα, ἐντὸς τῆς ὁποίας αὕτη ἐκυοφορήθη καὶ προσέλαβε τὰς πρώτας αὐτῆς διαμορφώσεις» . Όμως, τόσο στις 70 σελίδες που καλύπτει το συγκεκριμένο κεφάλαιο όσο και στις 242 του συνολικού έργου δεν αφιερώνει ούτε μία παράγραφο, ούτε μια -έστω σύντομη- αναφορά, στο ζήτημα του ιουδαϊκού ιερατείου. Παρά την έκπληξη που προφανώς δοκιμάζει κανείς από τη διαπίστωση αυτήν, οφείλει να δώσει δίκαιο στον καθηγητή για την “παράλειψή” του, καθώς μια απλή ανάγνωση της Προς Εβραίους Επιστολής της Καινής Διαθήκης αρκεί για να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι η χριστιανική ιεροσύνη δεν είναι συνέχεια της ιουδαϊκής.
Αυτή η θέση είναι και η μόνη την οποία μπορεί να υποστηρίξει κανείς με σχετική βεβαιότητα, επιχειρώντας την αναπαράσταση της ιστορικής πορείας του θεσμού της ιεροσύνης στον βιβλικό Ισραήλ. Από τότε που η σύγχρονη φιλολογική ανάλυση της Παλαιάς Διαθήκης απέδειξε ότι τα βιβλικά κείμενα δεν αντικατοπτρίζουν πάντοτε τις ιστορικές, κοινωνικές ή πολιτικές συνθήκες της εποχής στην οποία αναφέρονται, καθώς η τελική σύνθεσή τους ανάγεται συχνά σε πολύ μεταγενέστερες των περιγραφομένων γεγονότων εποχές και το ενδιαφέρον των συγγραφέων τους δεν επικεντρώνεται στην ακριβή ιστορική καταγραφή, η έρευνα δεν κατόρθωσε μέχρι σήμερα να προτείνει μια ολοκληρωμένη και ευρύτερα αποδεκτή θεωρία για τα πρώιμα στάδια της ισραηλιτικής ιεροσύνης, εφόσον η σύνθεση της ενότητας Έξοδος κε΄ - Αριθμοί ι΄ που αναφέρεται στην οργάνωση της λατρείας στην έρημο ανάγεται στη μεταιχμαλωσιακή περίοδο, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ιστορική μαρτυρία για την εγκατάσταση ενός οργανωμένου ιερατείου στον Ισραήλ από τον Μωυσή. 
 Ανάλογη αβεβαιότητα επικρατεί και για τις πριν από την περίοδο της βασιλείας παραδόσεις  καθώς οι αναφορές σε Ισραηλίτες ιερείς  είναι πολύ σπάνιες και οι σχετικές πληροφορίες αποσπασματικές. Από τις πιο σαφείς αναφορές σε ιερατείο είναι εκείνες που σχετίζονται με τον Ηλί και τους διαδόχους του αρχικά στο ιερό της Σηλώ και αργότερα της Νομβά και της Ιερουσαλήμ. Ο Ηλί ως “ο ιερέας” είναι προστάτης του ιερού και της κιβωτού της διαθήκης. Στο πλευρό του βρίσκονται ως βοηθοί νεαροί ιερείς, στους οποίους ανήκουν οι γιοι του αλλά και Ισραηλίτες άλλης καταγωγής, όπως ο Σαμουήλ (Α΄ Βασιλειών α΄ - δ΄). Το πόσο σημαντικός ήταν ο ρόλος του ιερατείου της Σηλώ δηλώνεται σε ένα προφητικό κείμενο, σύμφωνα με το οποίο ο ίδιος ο Θεός είχε εκλέξει στην Αίγυπτο κάποιον προπάτορα του Ηλί και είχε υποσχεθεί σε αυτόν και στους απογόνους του αιώνια ιεροσύνη (Α΄ Βασιλειών β΄ 27, 30). Στα καθήκοντα του ιερατείου της Σηλώ περιλαμβάνονταν οι προσφορές στο θυσιαστήριο, το θυμίαμα και η ένδυση του εφώδ, του αμφίου που επέτρεπε στους ιερείς να συμβουλεύονται τον Θεό. Για τις υπηρεσίες τους οι ιερείς αυτοί λάμβαναν ένα μέρος από τις αιματηρές θυσίες, είχαν δηλαδή το δικαίωμα να τρέφονται από τις αφιερωμένες στον Θεό τροφές (Α΄ Βασιλειών β΄ 28· πρβλ. κα΄ 5-7). Όπως προκύπτει από τις ιστορίες του Σαούλ και του Δαβίδ, μετά την παρακμή της Σηλώ, το κύριο καθήκον των ιερέων περιορίστηκε στη διάγνωση του θελήματος του Θεού με το εφώδ (Α΄ Βασιλειών ιδ΄ 3, 18-19. κγ΄ 9-12. λ΄ 7-8). Σύμφωνα με το Α΄ Βασιλειών κα΄ εξ., ο Σαούλ εξόντωσε όλο το ιερατείο της Νομβά, επειδή έδειξαν εύνοια και βοήθησαν τον Δαβίδ. Μόνον ο Αβιάθαρ κατόρθωσε να γλυτώσει. Η σχετική με την παραμονή της κιβωτού της διαθήκης στα Γάλγαλα παράδοση είναι ασαφής και δεν περιέχει ονόματα, οπότε δεν μπορεί να αποτελέσει ασφαλή πηγή για την εξαγωγή συμπερασμάτων, ιδιαίτερο όμως ενδιαφέρον παρουσιάζει ένας θρύλος για την ίδρυση του φυλετικού ιερού της Δαν, που διασώζεται στο Κριταί ιζ΄ - ιη΄. Σύμφωνα με το κείμενο, κάποιος Εφραιμίτης ίδρυσε ένα ιερό, κατασκεύασε ένα εφώδ και είδωλα και όρισε έναν από τους γιους του να ασκεί καθήκοντα ιερέα. Αργότερα, μόλις δόθηκε ευκαιρία, τοποθέτησε στη θέση αυτήν έναν περαστικό Λευίτη. Ο ιερέας έφερε τον τιμητικό τίτλο «πατέρας», ίσως γιατί ανέλαβε στην οικογένεια καθήκοντα που ανήκαν προηγουμένως στον αρχηγό της. Οι Δανίτες, που περνούσαν από την ορεινή περιοχή του Εφραίμ αναζητώντας τόπο εγκατάστασης, έκλεψαν τα είδωλα και το εφώδ και πήραν μαζί τους και τον ιερέα, ο οποίος πλέον ανέλαβε καθήκοντα ιερέα της φυλής . Αυτό που προκύπτει από την αφήγηση είναι ότι κατά τη συγκεκριμένη περίοδο η λευιτική καταγωγή για την ανάδειξη κάποιου σε ιερέα ήταν επιθυμητή αλλά όχι απαραίτητη προϋπόθεση. Τέλος, στο Κριταί κ΄ 27-28 αναφέρεται ότι στη Βαιθήλ υπηρετούσε στην κιβωτό της διαθήκης, χωρίς όμως να χαρακτηρίζεται ως “ιερέας”, ο Φινεές, γιος του Ελεάζαρ και εγγονός του Ααρών, ο οποίος ρώτησε για λογαριασμό των συνασπισμένων Ισραηλιτών τον Θεό σχετικά με την έκβαση της εκστρατείας τους κατά των Βενιαμινιτών. Γενικά, ο όρος “ιερέας” δεν απαντά σε αφηγήσεις που μπορούν να χρονολογηθούν από την προμοναρχική περίοδο και το ερώτημα που προκύπτει είναι αν οι δραστηριοποιούμενοι γύρω από την κιβωτό της διαθήκης Λευίτες με προσφορές θυσιών, διδασκαλία των θείων εντολών και επερώτηση του Θεού με τους κλήρους ουρίμ και θουμίμ (πρβλ. Δευτερονόμιον λγ΄ 8-11) θεωρούνταν ιερείς. Στα αρχαιότερα κείμενα κανείς Λευίτης δεν χαρακτηρίζεται ως ιερέας ούτε το αντίθετο. Στο Έξοδος λβ΄ 25-35, μάλιστα, ο ρόλος των Λευιτών εμφανίζεται εντελώς αντίθετος από εκείνον του Ααρών
Αμφίβολο παραμένει επίσης σε ποια έκταση προσλαμβάνονταν Χανααναίοι ιερείς. Το βέβαιο είναι ότι μέχρι την εποχή του Σαούλ η ένταξη σε κάποιο ιερατικό γένος ή η ιδιότητα του Λευίτη δεν αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την εκτέλεση κάποιων λατρευτικών πράξεων. Θυσίες μπορούσε κάθε οικογενειάρχης να προσφέρει (βλ. αφηγήσεις για τους Πατριάρχες, Κριταί ιγ΄ 19), ο κριτής Γεδεών εισάγει στην πόλη του ένα τελετουργικό τυπικό που σχετιζόταν με κάποιο εφώδ (Κριταί η΄ 27), ενώ σύμφωνα με το Α΄ Σαμουήλ ζ΄ 1, όταν οι κάτοικοι της Καριαθιαρίμ ανέλαβαν να φιλοξενήσουν στην πόλη τους την κιβωτό «καθιέρωσαν» κάποιον συμπατριώτη τους για να τη «φυλάει». Έργο, λοιπόν, των ιερέων κατά τη συγκεκριμένη περίοδο ήταν λιγότερο η προσφορά θυσιών και περισσότερο η διδασκαλία των νομικών διατάξεων, ιδιαίτερα σε σχέση με τα καθαρά και ακάθαρτα, η εξαγγελία χρησμών (μέσω του εφώδ με τα ουρίμ και τα θουμίμ), η απαγγελία τελετουργικών ευλογιών και ακόμη η υπηρεσία στην κιβωτό της διαθήκης, που χαρακτηριζόταν ως “φύλαξη”. Μόλις κατά την περίοδο της βασιλείας διαμορφώνεται, τουλάχιστον στον νότο, ένα κλειστό ιερατείο που προϋπέθετε την ένταξη σε κάποιο ιερατικό γένος. Όπως ήταν αναμενόμενο, μεγαλύτερη δύναμη απέκτησε το ιερατείο της Ιερουσαλήμ, το οποίο μετά την εξορία του καταγόμενου από το γένος του Ηλί Αβιάθαρ (Γ΄ Βασιλειών β΄ 35), απαρτιζόταν αποκλειστικά από προερχόμενους από τη γενιά του Σαδώκ.
Ο Σαδώκ εμφανίζεται εντελώς ξαφνικά στο προσκήνιο της ιστορίας μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τον Δαβίδ και, μάλιστα, χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στο γενεαλογικό του δένδρο (Β΄ Βασιλειών η΄ 17), διαπίστωση που έδωσε αφορμή για τη διατύπωση της υπόθεσης ότι ήταν Χανααναίος που ασπάστηκε την ισραηλιτική πίστη. Επικεφαλής του κρατικού ιερατείου της Ιερουσαλήμ ήταν «ο ιερέας», που αργότερα ονομάζεται «ο ιερέας ο μεγάλος», «ο ιερέας ο πρώτος», «χριστός ιερέας» και, τέλος, «αρχιερέας». Στα προνόμια του ιερατείου προστέθηκε και η προσφορά θυσιών. Παρ’ όλα αυτά, στο νότιο βασίλειο, τον Ιούδα, ο ρόλος του βασιλιά σε θέματα λατρείας εμφανίζεται ουσιαστικότερος από εκείνον του σαδωκικού ιερατείου (Β΄ Βασιλειών ς΄ 2, 4. κβ΄. Γ΄ Βασιλειών η΄. Δ΄ Βασιλειών ις΄ 10-18. Ψαλμοί ρθ΄ 4. ρλα΄), ενώ ακόμη και οι γιοι του βασιλιά λειτουργούσαν ως ιερείς (Β΄ Βασιλειών η΄ 18). Διαφορετικές φαίνεται να ήταν οι συνθήκες στο βόρειο βασίλειο, τον Ισραήλ, όπου παρά τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει ο Ιεροβοάμ Α΄ με την ίδρυση των ιερών της Δαν και της Βαιθήλ (Γ΄ Βασιλειών ιβ΄ 28εξ) δεν διαπιστώνεται αναγνώριση κάποιας μορφής βασιλικής ιεροσύνης. Τα καθήκοντα των ιερέων στα βορειοϊσραηλιτικά κρατικά ιερά της Βαιθήλ και της Δαν δεν περιγράφονται στα κείμενα. Οι υπόλοιποι ιερείς που ασκούν τα καθήκοντά τους σε διάφορες πόλεις και χωριά της χώρας ονομάζονται γενικά λευίτες. Ζούσαν σαν άποροι, χωρίς ιδιοκτησία γης, μεταξύ των συμπατριωτών τους και εξασφάλιζαν τα απαραίτητα για τη ζωή τους από το μερίδιο που τους αναλογούσε από τις θυσίες. Κατά τη διάρκεια της θρησκευτικής μεταρρύθμισης του Ιωσία το ιερατείο της Ιερουσαλήμ κατόρθωσε να διατηρήσει τα προνόμιά του, υποβαθμίζοντας έτσι, παρά τις επιταγές των δευτερονομιστικών κύκλων για ισότητα όλων των λευιτών ιερέων, τον ρόλο των λευιτών της επαρχίας. Μόνον η αποτυχία της μεταρρύθμισης αυτής και η πτώση λίγο αργότερα του βασιλείου απέτρεψε την πλήρη εξαθλίωση της μεγάλης μάζας των ιερέων της επαρχίας. Η οριστική κατάληψη της Ιερουσαλήμ το 586 π.Χ. από τους Βαβυλωνίους και η καταστροφή του ναού όχι μόνο δεν σήμανε το τέλος του ιουδαϊκού ιερατείου αλλά η περίοδος της αιχμαλωσίας που ακολούθησε αποτέλεσε τη μήτρα για την αναγέννησή του.
Το ενδιαφέρον των ιερέων για τη διατήρηση των αρχαίων θρησκευτικών παραδόσεων του λαού, όπως αυτό αποτυπώνεται στον λεγόμενο “Νόμο της Αγιότητας ” της Πεντατεύχου (Λευιτικόν ιζ΄ - κς΄) και στα οράματα του ιερέα προφήτη Ιεζεκιήλ (κεφ. μ΄ - μθ΄) που καταγράφονται την περίοδο αυτή, θα αποτελέσουν τη βάση πάνω στην οποία θα αναδιοργανωθεί η λατρεία κατά τη μεταιχμαλωσιακή περίοδο. Ταυτόχρονα οι ιερείς, ως φορείς των πλέον αισιόδοξων παραδόσεων περί θείας εκλογής του Ισραήλ, κάτι που στο παρελθόν θα τους οδηγήσει σε αντιπαράθεση με ορισμένους προφήτες (Αμώς ζ΄ 10-17. Ησαΐας κη΄ 7-13. Ιερεμίας κς΄ 7-19), θα ενδιαφερθούν για τη διάσωση των γενεαλογικών καταλόγων του λαού, συμβάλλοντας έτσι αποφασιστικά στη διατήρηση της αυτοσυνειδησίας του. Σύμφωνα με τον λεγόμενο “Ιερατικό Κώδικα” της Πεντατεύχου όλοι οι ιερείς κατάγονται από τον Ααρών (Αριθμοί ιζ΄) και έχουν ως κύριο καθήκον την προσφορά θυσιών που στο σύνολό τους σχεδόν αποσκοπούν στην εξιλέωση του λαού (Λευιτικόν α΄ εξ). Καθορίζεται επίσης με ακρίβεια ο τρόπος ζωής τους και τα έσοδά τους (Λευιτικόν ι΄ 6-20. Αριθμοί ιη΄. λε΄. πρβλ. Ιεζεκιήλ μδ΄ 17-31. μη΄ 8-29). Οι Λευίτες θεωρούνται πλέον κατώτερος κλήρος, αναλαμβάνοντας καθήκοντα βοηθών των ιερέων (Αριθμοί α΄ 47-53. γ΄ 5-13. δ΄ 1- 49. η΄ 5-26. ιη΄ 20-32. πρβλ. Ιεζεκιήλ μδ΄ 4-16). Με τον υπερτονισμό, μάλιστα,  του ρόλου του Ααρών προετοιμάζεται το έδαφος για την ανάληψη και βασιλικού ρόλου από την πλευρά του αρχιερέα, κάτι που θα συμβεί κατά την μακκαβαϊκή περίοδο.
Έτσι, το όραμα των δευτερονομιστικών κύκλων για γενική ιεροσύνη του ισραηλιτικού λαού (Έξοδος ιθ΄ 6) σβήνει οριστικά, καθώς το ααρωνικό ιερατείο καθίσταται πλέον ο αποκλειστικός διαμεσολαβητής μεταξύ λαού και Θεού.
Με την οικοδόμηση του δεύτερου ναού της Ιερουσαλήμ το σαδδωκικό ιερατείο κατόρθωσε κατά την εποχή του Έσδρα να κατακτήσει ηγετική θέση. Το λεγόμενο “Έργο του Χρονικογράφου” (περιλαμβάνει τα βιβλία Β΄ Έσδρας - Νεεμίας και Α΄ - Β΄ Παραλειπομένων) θεωρεί πλέον παγιωμένη μια ιεραρχία με επικεφαλής τον αρχιερέα, πλαισιωμένο από ιερείς, λευίτες (στους οποίους περιλαμβάνονται και ψάλτες και θυρωροί) και υπηρέτες του ναού, κύριο έργο της οποίας είναι η προσφορά λατρείας στον Θεό. Κατά τη μακκαβαϊκή περίοδο, τέλος, ένα σημαντικό τμήμα του ααρωνικού ιερατείου απομακρύνθηκε από την Ιερουσαλήμ (κάποιοι κατέφυγαν στην Λεοντόπολη της Αιγύπτου, άλλοι διαμόρφωσαν ιδιαίτερες κοινότητες, όπως του Κουμράν), ενώ οι Σαδδουκαίοι, οι οποίοι μαζί με τους Ασμοναίους συγκροτούσαν πλέον το “νόμιμο” ιουδαϊκό ιερατείο, θεωρούνταν από τους ευσεβείς κύκλους αποστάτες.  
Ήδη κατά την εποχή της δράσης του Ιησού Χριστού το ιουδαϊκό ιερατείο είχε ολοκληρώσει τον ιστορικό του κύκλο και λίγο αργότερα, με την καταστροφή του ναού της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους, ακριβώς την περίοδο της μεγάλης διάδοσης του χριστιανισμού, παύει πλέον να παίζει οποιονδήποτε ρόλο, και το κέντρο της θρησκευτικής ζωής μετατοπίζεται από τη λατρεία στην ερμηνεία και προσπάθεια εφαρμογής των εντολών που περιέχονται στις θείες Γραφές. Ο ίδιος ο Ιησούς αρχίζει και τελειώνει τη δημόσια δράση του με την ανάλυση περικοπών από τις Γραφές. Σύμφωνα με τη “διήγησιν” του ευαγγελιστή Λουκά, όταν ο Ιησούς εμφανίστηκε για πρώτη φορά δημόσια στη συναγωγή του χωριού του, της Ναζαρέτ, του ζητήθηκε να διαβάσει κάτι από το βιβλίο του προφήτη Ησαΐα. Αυτός αναζήτησε και διάβασε την εξής περικοπή: «Το Πνεύμα του Κυρίου με κατέχει, γιατί ο Κύριος με έχρισε και μ’ έστειλε ν’ αναγγείλω το χαρμόσυνο μήνυμα στους φτωχούς, να θεραπεύσω τους συντριμμένους ψυχικά. Στους αιχμαλώτους να κηρύξω απελευθέρωση και στους τυφλούς ότι θα βρουν το φως τους, να φέρω λευτεριά στους τσακισμένους, να αναγγείλω του καιρού τον ερχομό που ο Κύριος θα φέρει τη σωτηρία στο λαό του». Όταν τελείωσε την ανάγνωση, άρχισε το κήρυγμά του με τη δήλωση: «Σήμερα βρίσκει την εκπλήρωσή της η προφητεία που μόλις ακούσατε» (Λουκ. δ΄ 16-21). Ο ίδιος ευαγγελιστής αναφέρει ότι όταν αργότερα κάποιος ρώτησε τον Ιησού για το πώς θα κερδίσει την αιώνια ζωή, εκείνος παρέπεμψε τον συνομιλητή του σε δύο χωρία από τα βιβλία Δευτερονόμιον (ς΄ 5) και Λευιτικόν (ιθ΄ 18) αντίστοιχα: «Να αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου και μ’ όλη την ψυχή σου, μ’ όλη τη δύναμή σου και μ’ όλο το νου σου· και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου» (Λουκ. ι΄ 25-27). Και στο τέλος του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου περιγράφεται μια συνάντηση του αναστημένου Ιησού με δύο μαθητές του κατά την οποία αυτός «αρχίζοντας από τα βιβλία του Μωυσή και όλων των προφητών, τους εξήγησε όσα αναφέρονταν στις Γραφές για τον εαυτό του» (Λουκ. κδ΄ 13-27). Έτσι, θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι ο χριστιανισμός προέκυψε από την επανερμηνεία ενός βιβλίου που συνιστούσε την ιερή Βίβλο μιας άλλης θρησκείας. 
 Μέσα σε αυτήν τη συνάφεια εύκολα μπορεί κανείς να εξηγήσει το γιατί η ιουδαϊκή Συναγωγή δείχνει να αδιαφορεί για την εναγώνια προσπάθεια του συγγραφέα της Προς Εβραίους Επιστολής να αποδείξει ότι η ιεροσύνη του Μελχισεδέκ, και επομένως και του Χριστού, είναι ανώτερη από εκείνη του Ααρών, ενώ δεν κάνει το ίδιο όταν η χριστιανική Εκκλησία, αυτοπροσδιοριζόμενη ως “νέος Ισραήλ” και κληρονόμος των επαγγελιών του Θεού, θα οικειοποιηθεί σύνολη σχεδόν την ιουδαϊκή θρησκευτική γραμματεία και θα την ερμηνεύσει χριστολογικά. Η αντίδραση της Συναγωγής στη νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε θα εκδηλωθεί με τη συγκρότηση ενός κανόνα των ιερών της Γραφών που θα περιλαμβάνει μόνον τα βιβλία εκείνα, των οποίων η συγγραφή τοποθετείται κατά παράδοση πριν από τη γένεση του Ιουδαϊσμού. Χαρακτηριστικά είναι στην προκειμένη περίπτωση τα όσα αναφέρει σχετικά στα τέλη του α΄ μ.Χ. αιώνα ο ελληνιστής Ιουδαίος ιστοριογράφος Φλάβιος Ιώσηπος στο απολογητικό έργο του Κατ’ Απίωνος. Σύμφωνα με τον Ιώσηπο, ο οποίος εκφράζει την ιουδαϊκή παράδοση της εποχής του, ό,τι γράφτηκε μετά από την εποχή του Αρταξέρξη Α΄ (465-424 π.Χ.) υπολείπεται σε αξία «διὰ τὸ μὴ γενέσθαι τὴν τῶν προφητῶν ἀκριβὴ διαδοχήν». Η φράση αυτή του Ιωσήπου μπορεί να γίνει κατανοητή με βάση το περιεχόμενο του Δευτερονομίου, που προέρχεται από την περίοδο της αιχμαλωσίας και εκφράζει τις ελπίδες των φτωχών Ιουδαίων που παρέμειναν στη χώρα για αυτοοργάνωση και ανασύσταση των θεσμών.
Στην ενότητα Δευτερονόμιον ις΄ 18 - ιη΄ 22 επιχειρείται για πρώτη φορά η συστηματοποίηση του ρόλου των δικαστών, των βασιλιάδων, των ιερέων και των προφητών μέσα στην μελλοντική ισραηλιτική κοινωνία, με τον ακριβή καθορισμό των καθηκόντων τους και των υποχρεώσεών τους. Στη σχετική με τους προφήτες ενότητα (ιη΄ 9-22) ο Μωυσής υπόσχεται ότι ο Κύριος «θα αναδείξει έναν προφήτη από σας, μέσα από το λαό σας, σαν εμένα» (ιη΄ 15. πρβλ. ιη΄ 18). Σύμφωνα με το χωρίο αυτό ο Θεός εμφανίζεται να εισηγείται παράλληλα με τους άλλους θεσμούς και το θεσμό των προφητών ως διαδόχων του Μωυσή. Παρ’ όλα αυτά, κανείς από τους γνωστούς προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης δεν εμφανίζεται ως διάδοχος του Μωυσή, ούτε ο δευτερονομιστής συντάκτης αναφέρει σε ολόκληρο το ιστοριογραφικό του έργο κάποιον προφήτη σαν διάδοχο του Μωυσή. Έτσι, η υποτιθέμενη προφητική διαδοχή που αρχίζει με τον Μωυσή παραμένει ένα θεωρητικό κατασκεύασμα που αποσκοπεί στο να συστηματοποιήσει τον ρόλο των προφητών. Η θεσμοθέτηση όμως της προφητείας σηματοδοτεί ταυτόχρονα και το τέλος της. Η ζωντανή παρουσία του Θεού δια των προφητών μέσα στον λαό του θα δώσει τη θέση της σε έναν θεσμό, ο οποίος θα επιχειρήσει μέσα από ένα πολύπλοκο σύστημα νομικών διατάξεων να ρυθμίσει και να ελέγξει μέχρι την τελευταία τους λεπτομέρεια τις σχέσεις του ανθρώπου με τον Θεό. Όταν αργότερα ο τέταρτος ευαγγελιστής θα τονίσει με ιδιαίτερη έμφαση τον παραλληλισμό Ιησού και Μωυσή και ο απόστολος Πέτρος (Πρξ. γ΄ 22-26), όπως και ο διάκονος Στέφανος (Πρξ. ζ΄ 37), θα ταυτίσουν στους λόγους τους τον Ιησού με τον αναμενόμενο προφήτη, το ιουδαϊκό ιερατείο θα επιμείνει στην άποψή της περί μη «ακριβούς διαδοχής των προφητών», απορρίπτοντας την εξαγγελλόμενη από τον Χριστό σωτηρία και ολοκληρώνοντας έτσι τον ιστορικό του κύκλο που ξεκίνησε ως δώρο του Θεού προς τον λαό του και κατέληξε ένας θεσμός που λειτούργησε απαγορευτικά για την περαιτέρω αποδοχή των θείων δωρεών.
Το συμπέρασμα που με βάση τα παραπάνω προκύπτει για την Εκκλησία είναι ότι η ζωντανή σχέση των ανθρώπων με τον Θεό δεν επιδέχεται οργάνωση και θεσμοθέτηση. Αν με τον όρο “χάρισμα” νοείται το σύνολο των αμετάκλητων δωρεών του Θεού προς τους ανθρώπους με πρώτο το ίδιο το Άγιο Πνεύμα, η παρουσία του οποίου μέσα στην κοινότητα φανερώνεται με μια ποικιλία χαρισμάτων, τα χαρίσματα δεν πρέπει να θεωρούνται κάτι το έκτακτο, αλλά αποτελούν βασικό στοιχείο της εκκλησιαστικής ζωής. Στο βαθμό που όλα τα είδη των χαρισμάτων χορηγούνται από το ίδιο Άγιο Πνεύμα και όλα τα είδη των διακονημάτων ανατίθενται στους ανθρώπους από τον ίδιο Κύριο (Α΄ Κορ. ιβ΄ 4-5), τα χαρίσματα δεν μπορούν να αποτελούν απειλή για την Εκκλησία.
Αν συμβαίνει αυτό, τότε η Εκκλησία παύει να λειτουργεί ως σώμα Χριστού και μετατρέπεται σε έναν, πανίσχυρο μεν, αλλά καθαρά εξουσιαστικό θεσμό, που θέτει φραγμούς ακόμη και στη δράση του Αγίου Πνεύματος.

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

Τι είναι η Ιερωσύνη

1. Μυστήριο και θαύμα.

Η ιερωσύνη είναι μυστήριο με την πιο περιεκτική σημασία του όρου. Είναι ένα μέγα και συνεχές θαύμα που απεργάζεται μέσα στην Εκκλησια η φιλανθρωπία του Θεού. Αυτό αποτελεί την πίστη και την εμπειρία της Εκκλησιας. Ο άνθρωπος, το οστράκινο σκεύος, να γίνεται ο μεσίτης Θεού και ανθρώπων, ο λειτουργός των μυστηρίων, ο οικονόμος της χάριτος, ο ποιμήν αθανάτων ψυχών "αίματι Χριστού εξηγορασμένων" (Μ. Βασιλείου. Όροι κατ' επιτομήν ΡΠΔ´, ΒΕΠΕΣ 53, 305).

Είναι απροσμέτρητο το ύψος της ιερωσύνης. Και απερίγραπτα μεγάλη η τιμή που γίνεται στον άνθρωπο, τον οποίο αξιώνει ο Θεός να γίνει ιερεύς Του. Και όσο εμβαθύνει στο μυστήριο της ιερωσύνης και συνειδητοποιεί το θαύμα της ιερατικής κλίσεώς του, τόσο κατανοεί και το μέγεθος της τιμής με την οποία τον τίμησε ο Θεός.


2. Χάρισμα και δωρεά.

Η ιερωσύνη είναι ακόμη χάρισμα και δωρεά. Και χάρισμα σημαίνει κάτι που μας δίδεται κατά χάριν και παρ' αξίαν. Κανείς δεν δικαιούται το χάρισμα. Ούτε μπορεί να το απαιτήσει ή να το εξαγοράσει. Όποιος κι αν είναι αυτός. Όσα προσόντα κι αν διαθέτει. Όσο μεγάλη κι αν είναι η προσωπική του αρετή. "Ουχ εαυτώ τις λαμβάνει την τιμήν, αλλά καλούμενος υπό του Θεού, καθάπερ και Ααρων" (Εβρ. 5,4).

Στην κλήση αυτή του Θεού και της Εκκλησιας ανταποκρινόμενος ο πιστός, προσφέρει τον εαυτό του με πολλή συντριβή και βαθιά ταπείνωση. Συντρίβεται για την ανθρώπινη ευτέλεια και την αναξιότητά του. Ταπεινώνεται ενώπιον της δυνάμεως του Θεού που καταδέχεται να σκηνώσει στην αδύναμη ύπαρξή του. Συνειδητοποιεί βαθιά μέσα του πως η ιερωσύνη που λαμβάνει αποτελεί χάρισμα και δωρεά που η φιλανθρωπία του Θεού παρέχει χάριν του λαού Του και όχι επιβράβευση της αξιοσύνης ή των προσόντων του.

"Α γαρ εγκεχείρισται ο ιερεύς, Θεού μόνου εστί δωρείσθαι και όπουπερ αν η ανθρωπίνη φθάση φιλοσοφία, ελάττων της χάριτος εκείνης φανείται... Και τι λέγω τούς ιερείς; Ούτε άγγελος, ούτε αρχάγγελος εργάσασθαί τι δύναται εις τα δεδομένα παρά Θεού αλλά Πατήρ και Υιός και Άγιον Πνεύμα πάντα οικονομεί, ο δε ιερεύς την εαυτού δανείζει γλώτταν και την εαυτού παρέχει χείρα" (Ιω. Χρυσοστόμου, εις 'Ιω. ομιλ. 86,4 ΡG 59, 472).


3. Αποστολή.

Η ιερωσύνη είναι και αποστολή• αποστολική κλίση, αποστολικό χάρισμα και αποστολικό έργο. Λαμβάνοντας το χάρισμα της ιερωσύνης κατά την ώρα της χειροτονίας μας, συμμετέχουμε στην αποστολή του Χριστού την αποστολή που με την κλήση τους αναδέχτηκαν και υπηρέτησαν οι Απόστολοι και στη συνέχεια μεταβίβασαν στούς διαδόχους τους, τούς ποιμένες της Εκκλησίας.

Στα πρόσωπα των επισκόπων και εν γένει των κληρικών της Εκκλησίας συνεχίζεται η αποστολή του Χριστού. Είναι αυτό ακριβώς που ονομάζουμε αποστολική διαδοχή ότι δηλαδή το χάρισμα της ιερωσύνης, που υπάρχει και συνεχίζει να λειτουργεί μέσα στην Εκκλησία, προέρχεται κατά συνεχή και αδιάκοπη διαδοχή από αυτούς τούς Αποστόλους. Είναι η συνέχιση και επέκταση του έργου που πραγματοποίησε "ο απόστολος και αρχιερεύς της ομολογίας ημών 'Ιησους" (Εβρ. 3,1). Αυτό που λέει ο Παύλος για τούς Αποστόλους, "δια Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών ελάβομεν χάριν και αποστολήν εις υπακοήν πίστεως εν πάσι ταις έθνεσιν υπέρ του ονόματος αυτού" (Ρωμ. 1,5), μπορούμε να το επαναλαμβάνουμε κι εμείς οι ποιμένες της Εκκλησίας για τον εαυτό μας.

Η ιερατική κλίση, λοιπόν, αποτελεί συμμετοχή στην αποστολή του Χριστού. Το ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας είναι έργο αποστολικό, είναι η συνέχιση και η προέκταση του έργου του Χριστού. Ο Ιερεύς ποιμαίνει τα δικά Του λογικά πρόβατα. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο μέγας και αιώνιος αρχιερεύς της Εκκλησίας. Και το δικό Του αρχιερατικό αξίωμα συνεχίζεται δια μέσου του θεσμού της ιερωσύνης.

Η ιερωσύνη ως αποστολή νοούμενη είναι πρωτίστως έργο αγάπης· αγάπης προς τον Χριστό και αγάπης προς το ποίμνιο του Χριστού, το οποίο οι κληρικοί καλούνται να διαποιμάνουν. Όποιος δεν αγαπά ολόθερμα τον Χριστό δεν μπορεί να είναι απόστολός Του. Μόνο η αγάπη του Χριστού γεννά και συντηρεί στην καρδιά του ιερωμένου τη βαθιά συναίσθηση της ιερατικής ευθύνης του. Και με τη δύναμη που παρέχει πάλι η αγάπη του Χριστού μπορεί ο εργάτης της Εκκλησίας να υπομένει τούς κόπους και τις θλίψεις -πολλές φορές ακόμη και το διωγμό -που συνεπάγεται η γνήσια ιερατική ζωή.


4. Διακονία. 

Από τα βασικά γνωρίσματα της ιερωσύνης είναι ο διακονικός χαρακτήρας της. Η ιερωσύνη είναι "έργον διακονίας" (Εφ. 4,12), που σημαίνει ταπεινή υπηρεσία και θυσιαστική προσφορά προς τούς άλλους, τούς αδελφούς μας, τούς οποίους ως κληρικοί αναλαμβάνουμε να διακονήσουμε. Πρότυπά μας και ως προς αυτή την πλευρά του ιερατικού χαρίσματος είναι ο Κύριος Ιησούς και οι Απόστολοι Του.

Το έργο του Χριστού στον κόσμο είναι υπηρεσία και διακονία. "Ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι", είπε ο ίδιος αναφερόμενος στην αποστολή Του, "αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών" (Μαρκ. 10,45). Εν μέσω των Αποστόλων και εν μέσω της Εκκλησίας είναι και θα παραμένει "ως ο διακονών" (Λουκ. 22,27). Και ο ίδιος στη Βασιλεία Του "περιζώζεται και ανακλινεί ..., και παρελθών διακονήσει" τούς πιστούς δούλους Του (Λουκ. 12,38).

Είναι ανάγκη, λοιπόν, να επανεύρουμε και να εμβαθύνουμε στο διακονικό χαρακτήρα της ιερωσύνης· Πάνω απ' όλα είμαστε διάκονοι Ιησού Χριστού, και η ιερατική αποστολή που αναλάβαμε είναι "έργον διακονίας" ('Εφ. 4,12). Το πνεύμα διακονίας είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ του ιερατικού υπουργήματος και των διαφόρων εξουσιών και αξιωμάτων του κόσμου τούτου.

Η ιερωσύνη είναι και πρέπει να παραμένει στα πρόσωπα όλων μας διακονία και ως διακονία Ιησού Χριστού και της Εκκλησίας Του, του λαού του Θεού, θα πρέπει να ασκείται. Είναι, για να θυμηθούμε τις ωραίες εκφράσεις του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, "αρετής τύπος" και όχι "αφορμή βίου", "λειτουργία υπεύθυνος" και όχι "αρχή ανεξέταστος" (Απολογ. 8, ΒΕΠΕΣ 58, 248-249).

Στο διακονικό χαρακτήρα της βρίσκεται και η αξία, η τιμή και το μεγαλείο της ιερωσύνης. Πολλοί λειτουργοί φέρουμε έναν επιστήθιο σταυρό. Αποτελεί πλάνη αν τον εκλαμβάνουμε για φανταχτερό στολίδι και τον φέρουμε επιδεικτικά. Ο επιστήθιος σταυρός είναι κατ' εξοχήν σύμβολο αυταπάρνησης, προσφοράς και διακονίας. Και ο κληρικός που τον φέρει θα πρέπει να έχει προ οφθαλμών πολύ περισσότερο το βάρος και την ευθύνη της ιερατικής διακονίας που επωμίστηκε, παρά την τιμή και τη διάκριση που η σταυροφορία δείχνει.


5. Έργο.

Η ιερωσύνη, τέλος, είναι έ ρ γ ο ν, δηλαδή εργασία. Και αν κάθε έργο προϋποθέτει αίσθημα ευθύνης, ζήλο, κόπο και μόχθο, πολύ περισσότερο η ιερωσύνη. Είναι έ ρ γ ο Θ ε ο ύ, έργο που κατά τον Χρυσόστομο "αυτής άπτεται της ψυχής και διαβαίνει τούς ουρανούς" (Περί ιερωσύνης λογ. 3,5 ΡG 48, 643). Η φύση αυτή της ιερατικής διακονίας, ότι δηλαδή είναι έργο Θεού και ότι ενώ ασκείται στη γη οι συνέπειές της έχουν αιώνες προεκτάσεις, απαιτεί από αυτούς που την επωμίζονται να την διεξάγουν με βαθύ αίσθημα ευθύνης και να μη φείδονται κόπων και θυσιών για την πληρέστερη και αποτελεσματικώτερη άσκησή τους.

Συχνά ο Κύριος ονομάζει την αποστολή Του έργον. Αυτό γίνεται κυρίως στο τέταρτο Ευαγγέλιο ('Ιω. 4, 34, 36 9,4 10, 37-38). Η ομολογία επίσης που κάνει ο Ιησούς στην αρχιερατική Του προσευχή είναι: "το έργον ετελείωσα ο δέδωκάς μοι ίνα ποιήσω" (Ιω. 17,4). Είναι φανερό ότι ως έργο ο Χριστός εννοεί τη σωτηρία του κόσμου, τον θεμελιώδη δηλαδή σκοπό για τον οποίο ενανθρώπησε.

Με την ίδια σημασία χρησιμοποιεί τον όρο και ο απόστολος Παύλος (Α´ Κορ. 3, 13-15). Η αποστολή του στο κήρυγμα είναι "έργον Κυρίου" (Α´ Κορ. 16, 10). Η ύπαρξη της χριστιανικής κοινότητος της Κορίνθου ήταν το "εν Κυρίω έργον" του Αποστόλου, δηλαδή ο καρπός του ιεραποστολικού του μόχθου. Και ο Τιμόθεος προτρέπεται να ασκήσει έργο ευαγγελιστή: "έργον ποίησον ευαγγελιστού" (Β´ Τιμ. 4,5).

Έργο, λοιπόν, είναι και η ιερωσύνη ένα έργο υπεύθυνο, λεπτό και κοπιώδες. Στο πρόσωπο του καλού ποιμένος, του Αρχιποίμενος Κυρίου, ο κόπος του έργου και ο βαθμός προσφοράς φθάνει μέχρι την αυτοθυσία (Ιω. 10, 11). Το ίδιο επαναλαμβάνεται και στη ζωή των Αποστόλων. Υπηρέτησαν το κήρυγμα του Ευαγγελίου "εν υπομονή πολλή, εν θλίψεσιν, εν ανάγκαις, εν στενοχωρίαις, εν πληγαίς, εν φυλακαίς, εν ακαταστασίαις, ε ν κ ό π ο ι ς ....." (Β´ Κορ. 6, 4-5). Συχνά ο απόστολος Παύλος υπενθυμίζει στούς παραλήπτες των επιστολών του τον κόπο και το μόχθο που δοκίμαζε εργαζόμενος για την εξάπλωση του Ευαγγελίου του Χριστού (Α´ Κορ. 15, 10, 58 Γαλ. 4,11 Κολ. 1,29 Α´ Θεσσ. 3,5). Ο κόπος και ο μόχθος που κατέβαλαν και οι ιδρώτες που έχυσαν οι Απόστολοι, πότισαν τον σπόρο του θείου λόγου και συνείργησαν στην αύξηση και την καρποφορία της εκκλησιαστικής σποράς.

Ένα γνήσιο ιερατικό ήθος εμπερικλείει όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ιερωσύνη ως έργον: το πνεύμα της αυταπάρνησης, την αποστολική κακοπάθεια, το βαθύ αίσθημα ευθύνης, την ακατάβλητη εργατικότητα. Η ιερωσύνη δεν μας δίνει το δικαίωμα να διεκδικούμε τιμές, προνόμια και ανέσεις. Αποτελεί έργον που συνεπάγεται κόπους, θυσίες και όχι σπάνια τη χλεύη και το διωγμό του κόσμου.

Αν η ιερωσύνη είναι έργον, τότε και οι κληρικοί είναι οι εργάτες της Εκκλησίας, οι εργάτες του θείου αμπελώνος (πρβλ. Ματθ. 20, 1-16), οι εργάτες που ο Κύριος "εκβάλλει εις τον θερισμόν αυτού" (Ματθ. 9, 37-38. Πρβλ. Ιω. 4, 35-38).


(Από το βιβλίο του Αρχιμ. Συμεών Π. Κούτσα, νυν Μητροπολίτου Ν. Σμύρνης, "Ο Κληρικός και η Ιερωσύνη του") 
αναδημοσίευση απο  http://www.ecclesia.gr/greek/news/ieratikes/ierosyni.html